Λάζαρος Κυρίτσης Μια Ζωή μια ιστορία
Πως μπορεί κανείς να αποτυπώσει μέσα σε λίγες αράδες μια συνέντευξη «ποταμό» από έναν άνθρωπο που κουβαλάει στις πλάτες του περίπου έναν αιώνα αγωνίες, φτώχεια, αγώνες για τη δημοκρατία, εξορίες, βάσανα, αλλά που ποτέ δεν λύγισε, ποτέ δεν πρόδωσε τις αρχές του και τα πιστεύω του.
Είχα την τιμή να καθίσω κοντά του για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που λένε. Η διαύγεια και η καθαρότητα της σκέψης του καθώς ξεδίπλωνε τις αναμνήσεις του, στέρεψαν τις ερωτήσεις μου.
Ξεκίνησε με μια αναδρομή από την εποχή που τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του, τη Χαραυγή Ιωαννίνων και πήγε Γυμνάσιο στην Παγωγιανή. «Ήμουνα από τους πιο καλούς μαθητές» θυμάται «αλλά είχα μια κόντρα με το γιό του Γυμνασιάρχη για το ποιος θα τελειώσει το σχολείο με μεγαλύτερο βαθμό. Και βέβαια εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα κάποιος έπρεπε από τους καθηγητές πλέον να συνδράμει ώστε να βγει πρώτος ο γιός του Γυμνασιάρχη, έτσι βγήκε λοιπόν ο γιός του Γυμνασιάρχη με 10 σε όλα τα μαθήματα και ο Κυρίτσης δεύτερος σε όλα τα μαθήματα 10 εκτός από τα θρησκευτικά που του έβαλε ο Θεολόγος, καθηγητής Παπάζογλου 9, παρόλο που ήμουν ο βοηθός του Θεολόγου. Ήταν μια αδικία βέβαια αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί ήταν γιός του Γυμνασιάρχη».
Ήρθε στην Αθήνα για να βοηθήσει στο μπακάλικο τον πατέρα του στου Χαροκόπου και στη συνέχεια δούλεψε στο γαλακτοπωλείο του κυρ. Γιάννη, και θυμάται όπως μου είπε χαρακτηριστικά ότι «ήμουνα υποχρεωμένος να σηκώνομαι το βράδυ από τους πάγκους που κοιμόμαστε μαζί με τον αδελφό μου και με έναν μου ξάδελφο που μέναμε όλοι μαζί στο υπόγειο του μαγαζιού, για να κουνάμε τον πάγο που βάζαμε στο γάλα για να μην μαζεύεται η κρέμα του γάλατος επάνω και κόψει».
Παράλληλα πήγαινε Γυμνάσιο στη Καλλιθέα μέχρι την τετάρτη Γυμνασίου. Ο πατέρας του θρησκόληπτος «είχε αυτή τη λόξα» τον έστειλε στο κατηχητικό και τον «έσερνε» στη Μητρόπολη για να ακούσει τα κηρύγματα «και εγώ έβραζα μέσα μου, ήμουνα παιδί»
Επέστρεψε στην Παγωγιανή, όπου τελείωσε την πέμπτη γυμνασίου, ενώ τελικά, αποφοίτησε από το γυμνάσιο Παραμυθιάς, στη Θεσπρωτία, το οποίο διέθετε και οικοτροφείο, με μηνιαία έξοδα 325 δραχμές, που πλήρωνε ο αδελφός του που δούλευε.
Δύσκολα παιδικά χρόνια «δεν είχα παιδική ηλικία, δηλαδή να παίξω και εγώ με το τόπι σ’ ένα οικόπεδο που έβγαιναν όλα τα παιδιά και έπαιζαν, επέζησα όμως».
Θυμάται όταν φοιτούσε στο Γυμνάσιο της Παραμυθιάς για να τελειώσει την τελευταία τάξη, ο Θεολόγος καθηγητής του ήταν κουμουνιστής, δίδασκε Μάρξ.
Είχε βάλει όμως ένα στόχο. Έπρεπε οπωσδήποτε να φοιτήσει και στο Πανεπιστήμιο. Έδωσε εξετάσεις στη Νομική και πέρασε. Στο δεύτερο έτος φοίτησής του, κηρύχθηκε ο πόλεμος και γύρισε στο χωριό γιατί δεν άντεχε να βλέπει τη δυστυχία των ανθρώπων και να ζει από τα συσσίτια που έδιναν στους φοιτητές. Αυτά ήταν εγκατεστημένα στην Ιόνιο Σχολή, Ακαδημίας και Χαρ. Τρικούπη. Ο πατέρας του στο χωριό από τις αγροτικές δουλειές του, ήταν σε καλύτερη κατάσταση, είχε μεγάλη σοδειά με πατάτες που ανταλλάσανε στο χωριό με σιτάρι εξασφαλίζοντας το ψωμί της χρονιάς.
Σε αυτό το σημείο κύριε Κυρίτση θάθελα να μας διηγηθείτε πως ενταχτήκατε στο ΕΑΜ και ποια η πορεία σας μέχρι την απελευθέρωση
Το βάπτισμα στο ΕΑΜ κύριε Ραυτόπουλε το πήρα όταν είχα γυρίσει στο χωριό σε ηλικία 22 χρόνων. Θυμάμαι που με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι δήθεν για να τα πιούμε και να φάμε. Εκεί είδα ότι εκτός από τους γνωστούς του χωριού που ήταν καλεσμένοι, ήταν και ένας άγνωστος. Μετά το φαγητό πήγαμε σ’ ένα άλλο δωμάτιο να τα πούμε για να μην μας ακούει κανένας. Μας είπε ότι δημιουργήθηκε το ΕΑΜ (Σεπτέμβρη του 1941), με όρισαν υπεύθυνο στο χωριό μια που ήμουν φοιτητής της Νομικής, μαζί με τον μπάρμπα Μιχάλη, μεγάλος σε ηλικία, για να στρατεύσουμε όσους μπορέσουμε. Από υπεύθυνος πολιτικού έγινα και έφεδρος του ΕΛΑΣ. Όταν επρόκειτο να γίνει μια μάχη καλούσαν και εμάς τους εφεδρικούς. Στην αρχή ήθελαν ορισμένοι από το χωριό να στρατολογηθούν, αλλά ένα σπίτι είχε δεσμό με τον ΕΔΕΣ που έπαιρνε λίρες από εκεί, και ορισμένοι ήταν διστακτικοί, γιατί ήθελαν να πάνε να πάρουν και αυτοί λίρες. Στον ΕΔΕΣ όσοι ήταν, έπαιρναν μια λίρα το μήνα και γινόντουσαν και συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ. Έτσι αναγκάστηκαν να κάνουν μια συμφωνία ο Ζέρβας με τον Άρη μετά τον Γοργοπόταμο που ήταν κοινή ενέργεια, όρισαν όρια. Τα όρια αυτά τα παρέβη ο Ζέρβας μετά από σύγκρουση γιατί μπήκε στα Γιάννενα, σε χώρο του ΕΛΑΣ, υποχώρησε αλλά πήρε μαζί του 500 ομήρους, τους πήγε μ’ ένα εγγλέζικο καράβι στη Κέρκυρα και τους έκλεισε στις φυλακές, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αδελφός μου. Τους απέλυσαν μετά τη Βάρκιζα.
Παραμονή Χριστουγέννων πήρα εντολή να πάω δυό μουλάρια με όλμους από τα Γιάννενα στην Ηγουμενίτσα με τα πόδια. Νύχτωσε ήμουν στο χωριό Ράϊκο, ζήτησα να μάθω ποιος είναι ο υπεύθυνος του ΕΑΜ, ήρθα σε επαφή μαζί του, του είπα ότι είμαστε αντάρτες, θέλουμε κάπου να μείνουμε, να ταΐσουμε και τα μουλάρια. Τακτοποίησαν όλους και άφησαν εμένα μ’ ένα δάσκαλο από το χωριό. Ο υπεύθυνος μας πήγε σ’ ένα σπίτι που ήταν μόνη της μια γυναίκα ενός αρτεργάτη που ήταν εδώ στην Αθήνα. Είχε μεγάλο σπίτι, καλό. Θυμάμαι ότι πάνω από τη φωτιά στη γωνιά που έκαιγε υπήρχε μια αλυσίδα που κρέμονταν ένας τέντζερης, μέσα είχε έναν κόκορα και έβραζε στη φωτιά. Απέναντι δυο κρεβάτια με στρώματα από άχυρο. Μας έφερε πυτζάμες γιατί τα ρούχα μας ήταν γεμάτα ψείρες, τα πήρε τα έβαλε στο καζάνι που έβραζε σε μια άλλη κουζίνα και κάθισε όλη τη νύχτα φαντάζομαι, γιατί το πρωί που χτύπησαν οι καμπάνες πριν φέξει, τα είχε έτοιμα πλυμένα και στεγνά. Κόβει και τα δυο πόδια του κόκορα και μας τα δίνει στο χέρι και φεύγουμε κατενθουσιασμένοι από αυτή τη φιλοξενία. Ήταν πολύ ωραίο αυτό το περιστατικό και μου έμεινε.
Από κει φύγαμε και πήγαμε Ηγουμενίτσα.
Είχα μαζί μου έναν αιχμάλωτο Γερμανό τον Φρίτς Κόζλιτς, που όταν υποχώρησαν οι γερμανοί αυτός δεν ήθελε να πάει μαζί τους, κρύφτηκε σ’ ένα φουντωτό θάμνο και όταν στρατοπεδέψαμε σ’ ένα χωριό που καθίσαμε ένα μήνα εκεί μετά τη φυγή των Γερμανών, βγήκε από τη κρυψώνα του μ’ ένα άσπρο μαντήλι πάνω στο όπλο του και παραδόθηκε. Ο καπετάνιος μου ζήτησε να τον βάλω στα μουλάρια και να του πάρω το όπλο, ήταν κουρέας στο επάγγελμα, κούρεψε όλο το λόχο.
Αυτός κρατούσε πέντε λίρες. Ένας από τους στρατιώτες μας, ήταν Πειραιώτης, από τους μάγκες, οσμίστηκε ότι έχει τις λίρες, τον έπιασε «ντελίριο» και είπε στο Γερμανό «αν δεν μου τις δώσεις θα σε σκοτώσω». Μια που ο Γερμανός ήταν υπό τη δική μου προστασία, το ανέφερα στη διοίκηση. Ο καπετάνιος, Αννίβας λεγόταν, μου είπε να αφοπλίσω τον Πειραιώτη και να του τον στείλω. Τον έστειλα με συνοδεία δυο οπλισμένους αντάρτες.
Τι έγινε όταν τον παρέδωσα στα Γιάννενα δεν έμαθα.
Όταν παραδώσαμε τα όπλα έπρεπε να παραδώσω και τον Γερμανό. Θυμάμαι όμως ότι δεν ήθελε να τον παραδώσω και με παρακαλούσε να τον πάρω σπίτι μου. Δεν μπορούσα όμως και λυπήθηκα πολύ.
Λυπήθηκα πολύ ακόμη γιατί σαν γερμανικό λάφυρο από σκοτωμένο γερμανό, είχα μια διόπτρα που σε πέντε χιλιόμετρα διέκρινα κότα. Το παρέδωσα και αυτό.
Φοβερές ιστορίες έχει το βιογραφικό μου
Ήρθα στην Αθήνα, κάλεσαν την κλάση μου και με κατέταξαν στα Έμπεδα Αθηνών που ήταν ένα τμήμα του παλιού εργοστασίου μεταξωτών «Χρυσαλίδα», στη Χαλκηδόνα. Ήταν μια μονάδα που έψαχναν πολύ τα στοιχεία σου. Αν έλεγες ότι ήσουνα αντάρτης, δεν σε έψαχναν και δε σε έστελναν σε μονάδα, αν δεν το έλεγες το έψαχναν πολύ. Στα Έμπεδα, τους έδωσα το απολυτήριο, πονηρά σκεπτόμενος ότι αν δουν ότι ήμουνα κανα δυο χρόνια αντάρτης, κάτι θα έπρεπε να μου αφαιρέσουν από τη θητεία, γιατί και εκεί για την πατρίδα πήγα. Δεν έγινε όμως έτσι, με έβαλαν στο γραφείο επισιτισμού, μαζί με άλλους δύο δικηγόρους και έναν λογιστή.
Μετά από καμιά βδομάδα ακούμε απ’ έξω έναν στρατιώτη να διαλαλεί και να φωνάζει την εφημερίδα «Ελληνικό Αίμα», που ήταν της άκρας δεξιάς. Συσκεφθήκαμε ότι έπρεπε να κάνουμε παράσταση στη Διοίκηση, γιατί ήταν ανεπίτρεπτο να πουλάνε στη μονάδα εφημερίδες της δεξιάς. Όταν το αναφέραμε ο Διοικητής μας έστειλε στον Υπασπιστή τον «Μπάμπη» που ήταν χύτης με φασιστική νοοτροπία στο Θησείο και έπαιρνε μέρος κατά τον οργανώσεων του ΕΑΜ. Μας διαβεβαίωσε ότι θα λύσει το θέμα και αντί να το λύσει έβγαλε μια άλλη ομάδα να πουλάνε τις εφημερίδες. Τότε σκεφθήκαμε και εμείς να μοιράσουμε το «Ριζοσπάστη» που δεν ήταν ακόμη παράνομος. Πουλήσαμε αμέσως, όλα τα φύλλα που μας έφερναν απ’ έξω, γιατί οι περισσότεροι ήταν κουμμουνιστές.
Εκεί στα Έμπεδα σαν κουμουνιστές που είμαστε εμείς οι τρείς, μας συνέλαβαν και μας απομόνωσαν σ’ ένα σταύλο αλόγων που υπήρχε χωρισμένο από το εργοστάσιο με συρματόπλεγμα. Εκεί μας έκαναν καψόνια ανάλογα με το τι καπνό φούμαρε ο κάθε φύλακας.
Μετά μας πήγαν στο Χαϊδάρι στο 15 κτίριο που ήταν το κτίριο των μελλοθανάτων και μείναμε λίγους μήνες. Περάσαμε από στρατοδικείο, δικαστήκαμε 6 μήνες και μας μετέφεραν στα υπόγεια κρατητήρια της ΕΣΑ στον Πειραιά και εκεί μας έκαναν τη ζωή πολύ δύσκολη. Διοικητής ήταν ο γνωστός Γκιζίκης που τότε ήταν Λοχαγός.
Το Πάσχα του 1947 έκανε μια έφοδο ο τότε στρατηγός Τσακαλώτος, ο οποίος θέλησε να μας δει, γιατί του είπαν ότι είναι και κάτι πατριώτες σου. Μας είδε, μας «νουθέτησε γιατί είμαστε σε λάθος δρόμο», μας χαιρέτησε και έφυγε. Επειδή οι ποινές άρχισαν να τελειώνουν, άρχισαν να μας μοιράζουν. Εμένα με πήγαν στον Άγιο Παντελεήμονα κοντά στο εργοστάσιο της Χρυσαλίδας, Με κτύπησαν πολύ γιατί όταν ζήτησαν να δημιουργήσουν από εμάς τους κρατούμενους μια ομάδα για εκτελεστικό απόσπασμα, εγώ τους είπα ότι «δεν σκοτώνω συντρόφους μου κουμουνιστές». Με κράτησαν πέντε μέρες, στη συνέχεια με πήγαν στο Λαύριο και από εκεί σιδηροδέσμιο μ’ ένα καΐκι με έβγαλαν στη Μακρόνησο και με έβαλαν στο 2ο τάγμα Σκαπανέων.
Τότε άρχισαν και τα δύσκολα χρόνια στη Μακρόνησο;
Ναι κύριε Ραυτόπουλε. Στο 2ο τάγμα Σκαπανέων με κράτησαν 2 μήνες. Όσοι δεν έκαναν δήλωση τους έλεγαν ότι «θα σας στείλουμε στο 1ο τάγμα που εκεί είναι το κόκκινο δικό σας τάγμα» και πράγματι με πήγαν εκεί. Με έβαλαν σ’ ένα λόχο που εκεί έζησα ένα ατέλειωτο καψόνι. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, βγάζαμε πέτρες και τις κουβαλούσαμε μέχρι το μουράγιο, γιατί έπρεπε να φτιάξουμε μια προβλήτα να έρχεται το καράβι να αράζει, να μας φέρνει το νερό που δεν υπήρχε σε όλο το νησί γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε χωρίς νερό.
Στο 1ο τάγμα ήταν διοικητής ένας συνταγματάρχης Κωνσταντόπουλος, τον οποίον, επειδή δεν δέχτηκε το σχέδιο που ετοίμαζαν να εφαρμόσουν για να «σπάσουν το όχι των δηλώσεων», τον αποστράτευσαν και ήρθε κάποιος ονόματι Βασιλόπουλος.
Δουλεύαμε σαν σκλάβοι, άοπλοι, το μόνο διακριτικό στοιχείο του στρατιώτη ήταν το δίκοχο, η στρατιωτική στολή και τα άρβυλα. Με αυτά είμαστε πάντα, με αυτά παίρναμε το συσσίτιο μας, με αυτά ακούγαμε κάθε απόγευμα στις 5 μια ομιλία «εθνικού» περιεχομένου επάνω σ’ ένα πλατό που εμείς είχαμε δημιουργήσει επίπεδες επιφάνειες στην πλαγιά του βουνού.
Το 1948 ένα τάγμα είχε κάπου 6.000 στρατιώτες και ήταν κατανεμημένο σε 7 λόχους. Το είχαν χαρακτηρίσει σαν κόκκινο τάγμα αμετανόητων κομμουνιστών που δεν υπογράφανε δηλώσεις. Στις 29 του Φλεβάρη το 1948 έγινε η συγκέντρωση και των επτά λόχων για να μας αναγγείλουν ότι «σήμερα Κυριακή φιλοξενούμε στο τάγμα μας τον Αρχιμανδρίτη του Αγίου Σώστη. Θα λειτουργήσει στη πλαγιά που είναι κάτω από το λόφο που είναι η Διοίκηση».
Η εντολή ήταν να πηγαίνει ένας-ένας λόχος για να λειτουργηθεί. Η λειτουργία ήταν υπαίθρια και ξεκίνησαν οι λόχοι άοπλοι βέβαια. Προχώρησε ο πρώτος, ο δεύτερος, ανακατεμένοι οι λόχοι, κάθισαν γύρω από το τραπέζι, ο δεύτερος λίγο παρά έξω και αστειεύονταν μεταξύ τους. Όταν όδευε ο τρίτος λόχος, ανάμεσα στις τριάδες, παρουσιάστηκε ένας αλφαμίτης που έχει έναν στρατιώτη κρατημένο πίσω από το αμπέχονο με το ένα χέρι τον σπρώχνει και έχει το άλλο υψωμένο με το περίστροφο και το χέρι στη σκανδάλη. Διαμαρτυρηθήκαμε για το συνάδελφό μας και τότε άρχισαν από το λόφο με το οπλοπολυβόλο να κτυπάνε στο σωρό όσοι καθόντουσαν γύρω από το τραπέζι. Σκοτώθηκαν 5 στρατιώτες και περισσότεροι από 30 με 40 τραυματίστηκαν. Φωνάξαμε το Διοικητή παραπονεθήκαμε γι’ αυτό που έγινε και μας έδωσε το λόγο του ότι θα κάνει ανακρίσεις. Ήταν όλα σκηνοθετημένα. Μας έκανε εντύπωση που ο Κορνάρος ο Αρχιμανδρίτης δεν παρουσιάστηκε για να κάνει τη λειτουργία. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας δεν πήραμε το μεσημέρι ούτε το βράδυ συσσίτιο και κλειστήκαμε στις σκηνές μας. Τους σκοτωμένους τους έχουμε στις σκηνές μας. Το πρωί είδαμε ότι είμαστε περικυκλωμένοι από τις οπλισμένες φρουρές των τριών ταγμάτων αλλά και από τη θάλασσα. Ήταν μια ακταιωρός του πολεμικού ναυτικού. Μέσα σε αυτή ήταν και ο Διοικητής των τριών λόχων ο Μπαϊρακτάρης που με το χωνί φώναζε και έλεγε «μεταξύ σας υπάρχουν λίγοι κουμουνιστές που δεν σας αφήνουν να υπογράψετε δηλώσεις μετανοίας. Αφήστε τους και πηγαίνετε να υπογράψετε στη χαράδρα στον 7ο λόχο». Ήταν η σκηνή που πήγαιναν να υπογράψουν τις δηλώσεις. Όταν είδαν ότι δεν μετακινήθηκε κανένας, άρχισαν να λένε ότι «σας μιλάει ο ταξίαρχος Μπαϊρακτάρης, παραδοθείτε». Ήδη είμαστε παραδομένοι, τι μας έλεγε. Αυτό το έλεγε όπως καταλάβαμε εκ των υστέρων, γιατί ήθελαν να περάσουν τον ψεύτικο ισχυρισμό ότι κάναμε εμείς στάση, για να προλειάνουν τα γεγονότα. Κατά το μεσημέρι χωρίς να έχουμε πάρει καθόλου συσσίτιο, ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης τελεσιγραφικά μας είπε «αν σε 5 λεπτά δεν παραδοθείτε και δεν πάτε στον 7ο λόχο να υπογράψετε δήλωση θα σας επιτεθούμε». Άρχισε ο ίδιος να μετράει αντίστροφα μέχρι το 5 και μετά διέταξε ο ίδιος επίθεση. Άρχισαν να κτυπάνε με τα όπλα στο σωρό, σαν να λέγανε «δεν σας έχουμε μετρημένους, όσοι σκοτωθούν», ρίχνανε τα πολυβόλα από πάνω, οι στρατιώτες με τα όπλα και τα περίστροφα, έβλεπες να πέφτουν δίπλα σου σκοτωμένοι και άλλοι να τρέχουν να σωθούν. Όλοι τρέξανε προς τη θάλασσα γιατί εκεί δεν θα μπορούσαν να κτυπήσουν. Υπήρχε ένας χώρος που δεν ήταν βράχος και τα πυρά από τη στεριά δεν μπορούσαν να σε βρούνε. Αλλά και εκεί είχαμε νεκρούς από το μυδραλιοβόλο από την ακταιωρό. Η σφαγή σταμάτησε όταν κάποιοι μέσα στο νερό άρχισαν να ψέλνουν τον Εθνικό Ύμνο.
Από τα στοιχεία που εμείς είχαμε ήταν 350 σκοτωμένοι στρατιώτες και πόσοι από τους τραυματίες πέθαναν δεν το ξέρουμε. Μέχρι σήμερα ούτε τα ονόματα δεν μας έχουν δώσει.
Στο σημείο αυτό μου περιγράφει πως ο βαρκάρης Βρονταμίτης μετέφερε τρείς φορές στο Κάβο Ντόρο τους νεκρούς σε πολεμικό πλοίο και αυτό με τη σειρά του τους πήγε στη νήσο San Giorgio που ήταν το βαθύτερο σημείο του Αιγαίου, όπου τους τύλιξαν με συρματόπλεγμα και τους «φουντάρισαν». Η μαρτυρία αυτή δόθηκε σε δημοσιογράφους της εφημερίδας Έθνος»
Αυτά είναι τα γεγονότα κύριε Ραυτόπουλε που έγιναν με σκοτωμούς κατά των ιδεών, κατά τα «πιστεύω» ενός κόσμου. Αυτοί δημοσιοποίησαν ότι έγινε αντίσταση, έπιασαν 100 σαν πρωταίτιους της στάσης, τους δίκασαν στο Λαύριο, τους καταδικάζουν 10 σε θάνατο που τους εκτέλεσαν και καμιά 40 σε ποινές από 7 χρόνια μέχρι ισόβια.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα κανείς δεν αναφέρει αυτά τα γεγονότα, ούτε έχουν πουθενά καταγραφεί. Μέχρι σήμερα δεν έχουν γράψει για τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, για το έπος της Εθνικής μας Αντίστασης.
Είναι φοβερή η κατάσταση.
Στου Ζωγράφου κύριε Κυρίτση πως βρεθήκατε και ποια ήταν η δράση σας στα κοινά;
Στου Ζωγράφου είμαι από το 1952 ως φοιτητής που έδινα εξετάσεις να πάρω το πτυχίο μου και στη συνέχεια την άδεια του Δικηγόρου. Έμενα στο σπίτι μιας μοδίστρας, στα όρια του Ζωγράφου με το Γουδί.
Πολιτεύθηκα στου Ζωγράφου από το 1964, ήμουνα επικεφαλής της αριστερής παράταξης, Δήμαρχος τότε ήταν ο Ρίτσης. Σαν αριστερή παράταξη στις εκλογές, καλά τα πήγαμε, ένα διάστημα συνεργαστήκαμε και με τον Μπεη, αλλά ήθελε να είμαι εγώ και ο Παπανικολάου στο συμβούλιο, γιατί όπως μου είπε «εσύ μπορείς οργανώνοντας τις εκλογές να κατευθύνεις την ψήφο και να βγάλεις αντί δυο που σου λέω εγώ, να βγάλεις 5-6 συμβούλους. Αρχικά πράγματι εμείς κατεβήκαμε με το Ρίτση, πάλι εγώ ήμουνα επικεφαλής, βγάλαμε 5 συμβούλους, 6 ο Δήμαρχος και 6 ο Αλεξανδρής, ο πατέρας του Φάνη και 3 ανεξάρτητοι.
Τότε ο Δήμαρχος δεν έβγαινε απευθείας από το λαό, αλλά έμμεσα από τους δημοτικούς συμβούλους. Ο Δήμαρχος, ο Πρόεδρος και η Δημαρχιακή Επιτροπή.
Μετά τον Ιούλιο του 64, έβγαλε 6 ο Μπέης, 5 εγώ και ο Ρίστης, 6 ο Αλεξανδρής της δεξιάς, και 3 ανεξάρτητοι, Μπουγιούκας, Παπακωνσταντίνου και Μαρκάτος.
Την παραμονή των δημαιρεσιών ήρθε σπίτι μου ο Μπέης και με ρώτησε τι θα κάνουμε, ποιόν θα βγάλουμε Δήμαρχο. Του είπα ότι θα σε στηρίξουμε γιατί είσαι Δημοκρατικός, αν δεσμευτείς ότι θα στηρίξει η παράταξη σου αυτόν που εμείς θα προτείνουμε για Πρόεδρο όλη την 4ετία. Συμφωνήσαμε εγγράφως και έτσι έγινε Δήμαρχος ο Μπέης. Ο Μπέης εμφανιζόταν ως Προοδευτικός στου Ζωγράφου και μάλιστα ήταν επικεφαλής μιας κίνησης που γινόταν για την κατάργηση των κοινωνικών φρονημάτων για τις προσλήψεις. Αλλά απέλυσε όμως δύο γυναίκες υπαλλήλους της δεξιάς, οι οποίες πήγαν για βοήθεια σε όλες τις παρατάξεις, αλλά αρνήθηκαν. η μια ήταν η γυναίκα του Μανούσου του Αστυφύλακα που ήταν στην Ασφάλεια του Ζωγράφου και ενός άλλου. Πήγαν στον Αλεξανδρή και παραπονέθηκαν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, πήγαν μετά στους ανεξάρτητους, αρνήθηκαν και αυτοί και ήρθαν σε μένα. Τους είπα να κινητοποιήσουν τον κόσμο το δικό τους και να έρθουν στο δημοτικό συμβούλιο που θα κάναμε. Πράγματι γέμισε το δημοτικό συμβούλιο από γυναίκες. Εγώ έφερα το θέμα προ ημερήσια διάταξης λέγοντας ότι «ο Δήμαρχος που ισχυρίζεται ότι θα καταργήσει τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, πιέζοντας την Κυβέρνηση. Όμως ενώ παλεύει όπως λέει, δεν το κάνει και απολύει δυο γυναίκες, χωρίς να ρωτήσει αν είναι εργατικές, αν τηρούν επάξια τη θέση τους κλπ. Επιβάλλεται σαν δημοτικό συμβούλιο να πάρουμε μια απόφαση που να υποχρεώνει το Δήμαρχο να ανακαλέσει την απόφασή του και να επαναπροσλάβει τις δύο γυναίκες που απέλυσε, να βγάλουμε και ένα ψήφισμα να μη ζητούν του λοιπού πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».
Είναι η πρώτη απόφαση που παίρνουμε σαν δημοτικό συμβούλιο ψήφισμα κατά των κοινωνικών φρονημάτων, γιατί το ψήφισαν και οι δεξιοί και οι ανεξάρτητοι και έμεινε μόνος του ο Μπέης με τους συμβούλους του χωρίς να ψηφίσουν. Όλους τους άλλους τους πήρα εγώ με τη δική μου πρόταση. Οι γυναίκες επαναπροσλήφθηκαν. Δεν θα ξεχάσω πέρυσι Μεγάλη Παρασκευή που ήμουνα στην περιφορά του επιταφίου στο νεκροταφείο βγαίνει μια γυναίκα γριούλα και με αγκαλιάζει λέγοντάς μου «Λάζαρε σε ευγνωμονούμε γιατί πήραμε σύνταξη και αν δεν ήσουνα εσύ δεν θα είχαμε τίποτα»
Μια που φτάσαμε στο σήμερα κύριε Κυρίτση πως βλέπετε τη λειτουργία της δημοτικής αρχής;
Η απάντησή μου είναι όπως τη έχω γράψει και σας τη δίνω να τη καταχωρήσετε:
Διαβάστε το ως το τέλος, είναι πολύ ενδιαφέρον. Προεκλογικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Στο κόμμα μας, πραγματοποιούμε αυτό που υποσχόμαστε.
Μόνο οι ανόητοι θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι
Δεν αγωνιζόμαστε κατά της διαφθοράς
Διότι, ένα είναι βέβαιο για μας:
Η τιμιότητα και η διαφάνεια είναι προϋπόθεση για να πετύχουμε τους στόχους μας.
Αποδεικνύουμε ότι πλανάται όποιος πιστεύει πως
οι μαφιόζοι θα συνεχίσουν να μετέχουν στην κυβέρνηση όπως στο παρελθόν
Διασφαλίζουμε, χωρίς ίχνος αμφιβολίας, ότι
Η κοινωνική δικαιοσύνη θα είναι ο κύριος σκοπός της διακυβέρνησής μας.
Παρά ταύτα, υπάρχουν ακόμα ανόητοι άνθρωποι που πιστεύουν πως
θα είναι δυνατόν να εξακολουθεί κανείς να κυβερνά
με παλαιοπολιτικά τερτίπια.
Όταν αναλάβουμε την εξουσία, θα κάνουμε το παν ώστε,
να τεθεί τέρμα στις προνομιακές καταστάσεις και στην ευνοιοκρατία
δεν θα επιτρέψουμε σε καμία περίπτωση
να πεθάνουν της πείνας τα παιδιά μας
Θα πραγματοποιήσουμε τα σχέδια μας ακόμα και
Να στερέψουν πλήρως οι οικονομικοί πόροι
Θα ασκήσουσε της εξουσία ώσπου
Θα έχετε καταλάβει ότι από δω και πέρα
Είμαστε η «ΝΕ.ΠΟ» η «Νέα Πολιτική»
Διαβάστε τώρα από κάτω προς τα πάνω…. Αρχίζοντας από της τελευταία γραμμή και ανεβαίνοντας γραμμή-γραμμή ως την αρχή. Μετεκλογικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Την εποχή που ασχολιόσαστε με το Δήμο, αλλά και σήμερα, ποια η σχέση σας με άλλους προβεβλημένους ζωγραφιώτες, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Ποιους συμπαθείτε περισσότερο;
Ένας Δήμαρχος για να παλέψει καλά πρέπει να ξέρει ποια είναι τα προβλήματα και για να τα ξέρει αυτά πρέπει να έχει πυκνή επαφή με τους εργαζόμενους, με το λαό του Δήμου Ζωγράφου και τότε θα μπορεί να τα επιλύσει.
Είχα πει κάποτε ότι καλός Δήμαρχος με την καλύτερη επικοινωνία ήταν ο Καζάκος, μιλούσε πάντα με τον κόσμο, και έτσι μάθαινε τα προβλήματα.
Εγώ είχα πει στους δικούς μου συμβούλους, ότι πριν από το δημοτικό συμβούλιο να ερχόντουσαν σπίτι μου και από τις γειτονιές να μου έλεγαν τι προβλήματα υπήρχαν, και τα είχαμε όπλο στο δημοτικό συμβούλιο.
Η επικοινωνία παίζει μεγάλο ρόλο.
Κλείνω αυτή τη συνέντευξη έχοντας την αίσθηση ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να καταγράψω κομμάτια ιστορίας που σε κανένα διδακτικό βιβλίο δυστυχώς δεν υπάρχουν.