«ΖΟΡΜΠΑΣ» Το καφενείο που δε θα σβήσει ποτέ.

«ΖΟΡΜΠΑΣ» Το καφενείο που δε θα σβήσει ποτέ.

Ο συμπολίτης μας Γιώργος Δημητρόπουλος γέννημα θρέμμα του Ζωγράφου έζησε από μικρός στη γειτονιά της Γεωργίου Ζωγράφου ο οποίος με γλαφυρό τρόπο με το κείμενο που μας έκανε την τιμή να μας παραχωρήσει μας μεταφέρει στη ζωή που έζησε μέσα στο θρυλικό καφενείο του «Ζορμπά» που πρόσφατα «κατέβασε ρολά» και όπως χαρακτηριστικά λέει μπορεί ένα κομμάτι της νιότης μας να τελείωσε, αλλά δεν έσβησε.

Το κείμενο αυτό το αφιερώνει  στην οικογένεια Ζορμπά που κράτησε ζωντανό το καφενείο όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και στη μνήμη του πατέρα του Αλέκου Δημητρόπουλου που ήταν από τους παλιότερους στυλοβάτες του καφενείου και έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2020.

Ας περπατήσουμε λοιπόν και εμείς στους χώρους του καφενείου με τη ματιά του Γιώργου Δημητρόπουλου:

Πριν από λίγες εβδομάδες οριστικοποιήθηκε μια δυσάρεστη εξέλιξη που αφορά ένα κομμάτι του Δήμου και της ιστορίας του.

Έκλεισε οριστικά το θρυλικό καφενείο «ΖΟΡΜΠΑΣ» μετά από 52 χρόνια συνεχούς λειτουργίας.

Έχοντας το προνόμιο να έχω γεννηθεί και να έχω μεγαλώσει στην πολυκατοικία ακριβώς πάνω από το καφενείο, νιώθω ότι είναι χρέος να γράψω δυο λόγια για το χώρο αυτό που για 5 σχεδόν δεκαετίες ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά καφενεία, αλλά και σημεία, όχι μόνο του νέου Ζωγράφου, αλλά και ολόκληρου του Δήμου.

Το καφενείο ΖΟΡΜΠΑΣ βρισκόταν στην οδό Γεωρ. Ζωγράφου 29, ανάμεσα στην 8η στάση και το «Νέο Τέρμα» του 235 που υπήρχε εκεί πριν μεταφερθεί στο χώρο κάτω από την Πανεπιστημιούπολη.

Το καφενείο άνοιξε τον Δεκέμβριο του 1969 από τον Θανάση Ζορμπά. Με καταγωγή από το χωριό Καταφύγιο της ορεινής Ναυπακτίας και εγκατεστημένος ήδη στου Ζωγράφου από τη δεκαετία του ‘50, ο Θανάσης Ζορμπάς και η γυναίκα του κυρία Κούλα, ήταν οι δημιουργοί και για πολλά χρόνια οι στυλοβάτες ενός καφενείου που ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή για το χώρο και το ύφος του.

Η συμπαθής φιγούρα του κυρ Θανάση με το χαρακτηριστικό μουστάκι και την άσπρη ποδιά, ήταν η ψυχή του καφενείου και ο άνθρωπος που φρόντιζε για τα πάντα στους πελάτες, ενώ η γλυκομίλητη κυρία Κούλα φρόντιζε να είναι όλα στην εντέλεια.

Κύριο χαρακτηριστικό του καφενείου ήταν ο πολύ μεγάλος χώρος του με τα τραπέζια για καφέ, μπύρα ή ούζο να δεσπόζουν στην αρχή, ενώ στο βάθος υπήρχαν τα στρογγυλά τραπέζια με την τσόχα για τους λάτρεις των χαρτιών.

Εξ’ ίσου μεγάλος χώρος ήταν και στο πατάρι (χαρακτηριστικό των μεγάλων καφενείων της δεκαετίας του ’70), όπου εκεί υπήρχε και η τηλεόραση. Μάλιστα ήταν από τα πρώτα καφενεία στου Ζωγράφου που πήραν έγχρωμη τηλεόραση. Στο βάθος αριστερά ήταν το «βασίλειο» του κυρ Θανάση και της κυρίας Κούλας. Το δωματιάκι όπου ετοιμάζονταν τα πάντα. Πίσω υπήρχε ο «ακάλυπτος» των γύρω πολυκατοικιών που ήταν στην ουσία κήπος.

Το πιο χαρακτηριστικό σημείο του καφενείου όμως ήταν ο μικρός εξωτερικός χώρος δίπλα από το πεζοδρόμιο, όπου υπήρχαν αρκετά μικρά τραπέζια με τις χαρακτηριστικές στρογγυλές κόκκινες καρέκλες που βλέπουμε σήμερα σε διάφορες ταινίες της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Ο χώρος αυτός γέμιζε από πελάτες την άνοιξη και τα καλοκαιρία, δίνοντας μια ζωντάνια στο κομμάτι αυτό της Γεωργίου Ζωγράφου, ζωντάνια που την έβλεπα από μικρός, παίζοντας εκεί γύρω.

Αν ο εξωτερικός χώρος ήταν το πιο χαρακτηριστικό σημείο, το σήμα κατατεθέν του καφενείου ήταν άλλο. Η μάλλον άλλα.

Μιλάμε φυσικά για τον θρυλικό παπαγάλο «Γιώργο» που χρόνια συντρόφευε τους πελάτες. Ένας μεγάλος σταχτί παπαγάλος που ζούσε σε ένα πολύ μεγάλο κλουβί και ήρθε στο καφενείο κάπου το 1979. Η ιστορία του παράξενη.

Ο παπαγάλος ανήκε σε ηλικιωμένη κυρία από την Αφρική που ζούσε σε ενοικιαζόμενο σωμάτιο του ξενοδοχείου ΕΣΠΕΡΙΑ. Όταν η κυρία αρρώστησε και πήγε στο νοσοκομείο, ο παπαγάλος έμεινε ορφανός και πήγε στα χέρια του Δημήτρη Παπακώστα ο οποίος δούλευε τότε στο ξενοδοχείο και ήταν πελάτης στο καφενείο. Από αυτόν τον αγόρασε ο Θανάσης Ζορμπάς και έτσι το καφενείο απέκτησε από τότε τη… μασκότ του! Οι πελάτες τον αγαπούσαν, τον φρόντιζαν και του… μάθαιναν διάφορες κουβέντες! Ήταν τόσο δεμένος μάλιστα με το χώρο που τον είχα δει να έχει βγει, να βολτάρει, αλλά να ξαναπηγαίνει στο κλουβί του!

Ένα άλλο σήμα κατατεθέν ήταν ο τεράστιος πίνακας (πάνω από 2 μέτρα ύψος) που υπήρχε από τις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 στον τοίχο δεξιά από την είσοδο. Έργο του καλλιτέχνη Μανιότη, ο καταπληκτικός αυτός πίνακας με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί, απεικόνιζε την απόβαση των Ελλήνων στην Τροία, με τον Αχιλλέα σε πρώτο φόντο να εφορμά κρατώντας το δόρυ και την ασπίδα του, ενώ πίσω του αποβιβάζονται και άλλοι στρατιώτες από το καράβι.

Τέλος ένα άλλο σήμα κατατεθέν του καφενείου, ήταν το μπιλιάρδο που από το 1972 κυριαρχούσε στο δεξί μέρος του καφενείου, μετά την είσοδο, συντροφεύοντας πολλούς πελάτες μεγάλους και νέους που επιδίδονταν σε επιδείξεις δεξιοτεχνίας.

Το μπιλιάρδο ήρθε γιατί στη διετία ‘70–’72 η δικτατορία είχε απαγορέψει τα παιχνίδια με «διπλή τράπουλα» στην τσόχα και έτσι πολλά καφενεία έχασαν μέρος της δυναμικής τους και της πελατείας τους. Για να ενισχύσει το καφενείο εκείνο το διάστημα ο Θανάσης Ζορμπάς έβαλε το μπιλιάρδο, αυτό αγαπήθηκε και έκτοτε έμεινε μέχρι το τέλος. Για την ιστορία η δικτατορία μετά από λίγο απέσυρε την απόφαση για τα χαρτιά στα καφενεία και έτσι οι πελάτες επέστρεψαν πάλι!

Όπως ανέφερα στην αρχή η σχέση μου με το καφενείο ήταν ιδιαίτερη. Μεγάλωσα εκεί δίπλα, ενώ ο πατέρας μου, το 1971 μόλις εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα μου στου Ζωγράφου, αναζήτησε δουλειά και τη βρήκε στο καφενείο, καθώς με το Θανάση Ζορμπά ήταν συμπατριώτες από τη Ναύπακτο.

Ο πατέρας μου δούλεψε για 2-3 χρόνια, ενώ παράλληλα δούλευε και σε οικοδομές, πριν βρει τη μόνιμη δουλειά του ως πολιτικός υπάλληλος του 251 ΓΝΑ το 1975.

Λόγω της «προϋπηρεσίας» στο καφενείο βοηθούσε πάντα και κάποιες φορές (συνήθως σε κάποια έκτακτη ανάγκη) το κρατούσε κιόλας. Αυτό μου έδινε την ευκαιρία να πηγαίνω και εγώ εκεί και τα μεσημέρια που δεν είχε πολύ κόσμο, περιεργαζόμουν το χώρο, ενώ έκανα εκεί και την πρώτη μου εξάσκηση στο μπιλιάρδο!

Η σχέση μας με την οικογένεια Ζορμπά, έγινε πιο στενή, όταν το καλοκαίρι του 1977, ο κυρ Θανάσης και η κυρία Κούλα βάφτισαν το μικρό αδερφό μου.

Τα καφενεία πάντα ήταν χώρος συναναστροφών της ευρύτερης «γειτονιάς» και το καφενείο ΖΟΡΜΠΑΣ δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Φιλίες χτίστηκαν, και κοινωνικές σχέσεις δημιουργήθηκαν. Καθημερινοί άνθρωποι αναζητούσαν ένα χώρο για μια κουβέντα, ένα ούζο, ή ακόμα και μια «κολτσίνα» ή ένα μπιλιάρδο.

Όλα αυτά δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε το «δέσιμο» των ανθρώπων και η διάθεσή τους να αποκοπούν για λίγο από την καθημερινότητα, τη δουλειά και τα προβλήματα.

Το καφενείο επίσης ήταν χώρος συνάντησης ενώ ακόμα δίνονταν και ραντεβού με κάποιον που διέμενε εκτός Ζωγράφου για τη διευθέτηση κάποιας υπόθεσης.

Ακόμα και αν κάποιος φιλοξενούσε κάποιο συγχωριανό του, το καφενείο ήταν ένα προσφιλής τόπος για να τα πουν. Έτσι και ο επαρχιώτης γνώριζε το χώρο και τους ανθρώπους, τον θυμόταν και πάντα ξαναγύριζε.

Φυσικά με τα χρόνια το καφενείο οριοθετήθηκε και ως μια «σταθερά» της περιοχής, καθώς για να περιγράψεις ένα σημείο, ένα δρόμο, ένα μαγαζί ή το νέο τέρμα, πάντα θα αναφερόσουν στον «ΖΟΡΜΠΑ».

Η νεολαία πάντα ήταν παρούσα στο καφενείο. Αυτό όμως έγινε πιο έντονο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν εκτός από το μπιλιάρδο, μπήκαν και ηλεκτρονικά παιχνίδια.

Εκείνα τα τεράστια κουτιά με τις μεγάλες οθόνες. Κυριαρχούσαν το PACMAN και κάποια με διαστημικές μάχες, ενώ υπήρχε και ένα ράλι με το χαρακτηριστικό τιμόνι που το είχα τιμήσει ιδιαιτέρως ως παιδί! Ακόμα θυμάμαι το περιστατικό όπου παίζαμε με συμμαθητή μου και έντρομοι είδαμε έναν αστυνομικό να μπαίνει στο καφενείο. Εγκαταλείψαμε αμέσως το παιχνίδι για να διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρχε καμία διάθεση ελέγχου, απλώς ο άνθρωπος είχε έρθει με τη στολή να δει ένα γνωστό του!

Τα χρόνια περνούσαν. Η δεκαετία του ’90 έμπαινε. Το καφενείο, συνέχιζε δυναμικά, εγώ όμως ήδη είχα φύγει δυο χρόνια πριν για σπουδές.

Το 1990 φύγαμε από τη πολυκατοικία της Γεωρ. Ζωγράφου για να πάμε λίγα μέτρα πιο πάνω στη γωνία με τη Δάφνης. Τώρα πια δεν έβλεπα το καφενείο, άμεσα, ενώ έβγαινα από την είσοδο του σπιτιού μου. Όμως ήταν εκεί, απλά λίγο πιο κάτω.

Το 1998 υπήρξε η μεγάλη απώλεια. Πέθανε η ψυχή του καφενείου, ο Θανάσης Ζορμπάς. Ένας σημαντικός συνδετικός κρίκος έσπασε. Το καφενείο συνέχισε να δουλεύει όμως. Ο γιός του Βασίλης Ζορμπάς, ανέλαβε να συνεχίσει την παράδοση.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Θανάσης Ζορμπάς είχε τρεις γιούς. Τον Ανδρέα, τον Κώστα και το Βασίλη. Και οι τρεις κατά περιόδους ασχολήθηκαν με το καφενείο, δούλευαν και βοηθούσαν τον πατέρα τους. Η απόφαση τώρα ήταν ο Βασίλης Ζορμπάς να αναλάβει το καφενείο και να συνεχίσει από εκεί που το άφησε ο πατέρας του. Το θετικό ήταν ότι γνωριζόταν από μικρός με τους πελάτες, ιδιαίτερα με τους παλιούς και έτσι η μετάβαση στη νέα εποχή ήταν ομαλή.

Ο Βασίλης που όσοι τον ξέρουν είναι άτομο πολυπράγμων, θετικό και με άποψη, δούλεψε για κάποια χρόνια το καφενείο στο στυλ που ήταν και μετά από κάποια χρόνια πήρε τη μεγάλη απόφαση.

Βρισκόμαστε πλέον στα μέσα της νέας χιλιετίας. Το 2005 ήταν η χρονιά που το καφενείο άλλαξε εντελώς. Έγινε ολική ανακαίνιση στον εσωτερικό χώρο. Άλλαξε η διαρρύθμιση και το στυλ. Μπήκαν καναπέδες μετά την είσοδο, το μπιλιάρδο πήγε στο πατάρι, έγινε ένα μεγάλο μπαρ στο κέντρο και αριστερά, βγήκαν οι παλιές ταπετσαρίες, άλλαξαν τα χρώματα, ενώ μπήκαν και νέοι πίνακες και διακοσμητικά στοιχεία με τον παλιό τεράστιο φυσικά πίνακα να κυριαρχεί. Επίσης μπήκαν διπλές μεγάλες τηλεοράσεις για άνετη παρακολούθηση αγώνων ποδοσφαίρου, μπάσκετ κλπ.

Το καφενείο άρχισε να αλλάζει ύφος, αφού πέρα από τους παλιούς κλασικούς πελάτες απευθυνόταν και στη νεολαία, αλλά και στις γυναίκες.

Ο Βασίλης Ζορμπάς ήθελε να συνδυάσει το κλασικό παραδοσιακό ύφος του καφενείου, αλλά να υπάρχει και η αίσθηση ότι μπαίνεις σε ένα καφέ που δεν είχε ζηλέψει τίποτα από καλές καφετέριες.

Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όμως σιγά σιγά το στυλ αυτό έδειξε ότι μπορεί να λειτουργεί.

Μετά το 2011 και με την οικονομική κρίση τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Το καφενείο είχε ζωή, όχι όμως όπως παλιά.

Κόσμος υπήρχε κυρίως σε αγώνες ποδοσφαίρου.  Πέρα από αυτό, μετά το 2015 άρχισαν να φεύγουν από τη ζωή παλαιοί πελάτες και οι κρίκοι που υπήρχαν με το παρελθόν άρχισαν να σπάνε.

Ο κορωνοϊός τα δυο τελευταία χρόνια, ήταν ένα άλλο μεγάλο χτύπημα, ίσως το πιο δυνατό. Υπήρχε φόβος και οι πελάτες ήταν πλέον λιγοστοί. Σε κάποια στιγμή με την απόφαση για το πρώτο lockdown το καφενείο έκλεισε και στο άνοιγμα τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.

Ο κορωνοϊός όμως δεν ήταν η ακριβής αιτία που το καφενείο έκλεισε. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου πέθανε και δεν υπήρχε διάθεση από τους κληρονόμους για να συνεχίσει να λειτουργεί το ακίνητο ως καφενείο.

Σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες αβεβαιότητας ο Βασίλης Ζορμπάς που πάλεψε όσο μπορούσε για να αλλάξει η απόφαση των κληρονόμων,  πήρε την οριστική απόφαση να κλείσει το καφενείο μετά από 52 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας και ως το παλιότερο στην ευρύτερη περιοχή του Ζωγράφου.

Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό ήρθε σε μια στιγμή που ο Βασίλης ήθελε να «ανοιχτεί» το καφενείο και σε άλλο κοινό όπως οι φοιτητές, να μπορεί να διοργανώνει ζωντανές εμφανίσεις μουσικών και να γίνονται εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων κλπ.

Δυστυχώς δεν προχώρησαν όλα αυτά. Το καφενείο έκλεισε, ίσως άδοξα σε σχέση με τη μεγάλη ιστορία του. Οι δύσκολες συνθήκες δεν επέτρεψαν να γίνει κάποιος τελευταίος αποχαιρετισμός από τους πελάτες, ιδίως τους παλιούς. Κανείς όμως δεν ξεχνά. Μέσα σε αυτούς είμαι και εγώ. Οι μικρές ή μεγάλες αναμνήσεις δε σβήνουν.

Δεν ξεχνώ ποτέ εκείνο τον αριθμό. 7704380. Τον τηλεφωνικό αριθμό του καφενείου και εκείνο το κόκκινο μεγάλο τηλέφωνο με το κέρμα που ήταν για την οικογένειά μου η σύνδεσή μας με τον κόσμο και τους συγγενείς μας στο χωριό καθώς δεν είχαμε τηλέφωνο στο σπίτι.

Ακούραστος ο κυρ Θανάσης ερχόταν και χτυπούσε το κουδούνι για να φωνάξει τον πατέρα μου που κατέβαινε να μάθει ένα μεγάλο, ή μικρό, ένα καλό ή κακό νέο (κάποιες φορές είχα κατέβει και εγώ).  Προς τιμήν του ο Βασίλης Ζορμπάς κράτησε το τηλέφωνο όλα τα χρόνια στην ίδια θέση.

Δεν ξεχνώ τις αμέτρητες φορές που όταν παίζαμε στην ταράτσα ποδόσφαιρο (ναι, εκεί μεγάλωσα και κάποτε πρέπει να γραφτεί κάτι για αυτή), έπεφτε η μπάλα στον κήπο του καφενείου και «αντιπροσωπεία» παιδιών έμπαινε και αφού ρωτούσε τον κυρ Θανάση, έβγαινε στον κήπο να την πάρει. Πάντα υπομονετικός και με το χαμόγελο ο κυρ Θανάσης ποτέ δε μας χάλασε το χατίρι. Κάποιες φορές η μπάλα έπεφτε στη μεριά της Γεωργ. Ζωγράφου και όλο και κάποιος πελάτης τη διέσωζε ή μας υποδείκνυε κάτω από ποιο αυτοκίνητο βρισκόταν!

Δεν ξεχνώ το κουτί με τους κύβους ζάχαρης που πάντα το κοίταζα με απορία και λαχτάρα. Δε με άφηνε παραπονεμένο η κυρία Κούλα και πάντα μου έδινε ένα κομμάτι!

Δεν ξεχνώ τη φιγούρα του συμπαθή ηλικιωμένου κυρίου που κάθε μέρα, άψογα ντυμένος με το κοστούμι και το καπέλο του καθόταν στο ίδιο σημείο και έπινε την ίδια μπύρα (μικρό μπουκάλι FIX αν θυμάμαι καλά).

Δεν ξεχνώ εκείνο το καλοκαίρι του ’82 που είδα το πρώτο μου Μουντιάλ, πάνω στο πατάρι του καφενείου σε έγχρωμη τηλεόραση με πολύ κόσμο ως «κερκίδα» και εγώ από τους μικρότερους πελάτες, να αισθάνομαι σαν βασιλιάς απολαμβάνοντας το τοστ μου, χαζεύοντας τις περίτεχνες ενέργειες του Ζίκο και τα γκολ του Ρόσι.

Όχι, δεν ξεχνώ τα πρόσωπα, τις φιγούρες, τις μυρωδιές, τον καπνό, τις καταστάσεις, τα χρώματα, τις φωνές.

Χαίρομαι που ο γιός μου έστω και λίγο πρόλαβε το καφενείο καθώς τον άφηνα στη είσοδο και έτρεχε στο βάθος, εκεί στο τελευταίο τραπέζι για τον αγκαλιάσει ο παππούς του.

Ένα κομμάτι της νιότης μας σταμάτησε να υπάρχει.

Η πινακίδα «Ζορμπάς» στην τζαμαρία υπάρχει ακόμα και τώρα που γράφεται το κείμενο αυτό. Δεν ξέρω για πόσο. Ακόμα όμως και αν σβηστεί, ακόμα και να γίνει κάτι άλλο εκεί, για όλους εμάς που το ζήσαμε ο χώρος αυτός θα είναι ο «ΖΟΡΜΠΑΣ».

Το καφενείο μας. Αυτό δε θα σβήσει ποτέ.

ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΣΒΗΣΕ

Μάρτιος 2022

Γιώργος Δημητρόπουλος

Άλλη άποψη στου Ζωγράφου

Άλλη άποψη στου Ζωγράφου